Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλατάκι [alatáci] το, endear (w.
- untranslatable endearment or affectation) salt:
- βάζει τ'~, το πιπεράκι και τρώει μια χαρά |
- θέλεις λίγο ~ να σου βάλω;
[dimin of αλάτι]
- untranslatable endearment or affectation) salt:



