Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλαμπρατσέτα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαμπρατσέτα [alambratséta] επίρρ. : από το μπράτσο· αγκαζέ: Πήρε τη μνηστή του ~. Περπατούν πιασμένοι ~.

[ιταλ. a braccetto με αντικατάσταση a > alla > αλα- και τροπή σε θηλ. κατά τα άλλα ιταλ. που αρχίζουν με alla, π.χ. αλατούρκα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαμπρατσέτα [alabratséta] adv, region. & lit
  • arm in arm (syn in αλαμπράτσα):
    • κάτι διαβόλοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους ~ (Christomanos) |
    • ο καπετάνιος, παίρνοντας ~ την ώριμη μνηστή του, ετοιμάστηκε ν' ανεβή τη σκάλα (Karagatsis)

[fr It all' a braccette; cf a braccetto 'arm in arm']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go