Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλαμπουρνέζικα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλαμπουρνέζικα [alaburnézika] τα,
  • ① incomprehensible speech, gibberish, jabber (syn αλλόκοτη γλώσσα, ακατανόητη ομιλία):
    • αυτά δεν είναι γλώσσα, είναι ~ |
    • στην ίδια τη γραμμή ζευγαρωτά οι πιο αχώνευτες ελληνικούρες με τα ωμότερα της ξενομανίας ~ (Palam) |
    • και τότε καλείται ο θίασος να μετατρέψη τ' ~ σ' ελληνικά (Melas)
  • ② indistinct talk, senseless chatter (syn ασυναρτησίες, φλυαρία):
    • μιλάει ~ he talks nonsense, he gibbers (the noun felt also as adv, equiv to ακαταλαβίστικα)

[n pl of adj αλαμπουρνέζικος, q.v.; cf εγγλέζικα, φραντζέζικα, σκωτσέζικα etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go