Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλαγαλλικά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλαγαλλικά [alaγaliká] επίρρ. : (οικ.) κρυφά και βιαστικά: Tο ΄σκασε / το ΄στριψε ~.

[λόγ. αλα- + γαλλικά μτφρδ. ιταλ. alla francese (ίσως από τα αγγλ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαγαλλικά [alaγaliká] adv
  • in the French style, in a hurry, secretly (syn βιαστικά, κρυφά):
    • το σκάω ~ το στρίβω ~ to take French leave, clear out quietly |
    • θα γυρίσει. Kι αν δε γυρίσει, κάποια δουλειά θα είχε και το 'στριψε ~

[loan transl of ἀ la franὀaise; cf also ἀ l' anglaise]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go