Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλίπαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλίπαστα [alípasta] adv
  • without manuring, without using fertilizers (syn χωρίς λίπασμα):
    • ~ μη βάνεις μποστάνι.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες