Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλέστα [alésta] adv (sp. also αλλέστα)
- ① as exhort excl, usu naut:
- ~! on the alert! stand by! be ready! (syn L γρηγορείτε)
- ⓐ in preparedness, readily, attentively:
- είμαι, κάθομαι, στέκω ~ |
- θά 'ρθω να σας φωνάξω κ' εσείς να 'σαστε ~ (Papadiam) |
- ~! σηκωθήτε οι πεθαμένοι να φάμε τις ζωντανοί! (Myriv) |
- αφήστε τις ιστορίες, παιδιά, αύριο φεύγουμε, όλοι ~ (Vlami) |
- poem του κάκου ~ οι κυνηγοί τα δίκανα κρατάνε! (Athanas) |
- συντρόφοι που γράφετε στίχους, | ~ για τα έργα τ' αθάνατα (Prevelakis)
- ② fast, immediately, at once:
- πάει ~ |
- τον προτιμούν όλοι, γιατί κάνει ~ τη δουλειά του
[fr It allesta! (e.g. allesta a virare! 'ready about'), imper of allestare 'get ready']
- ① as exhort excl, usu naut:



