Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάργα
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλάργα [alárγa] επίρρ. : (λαϊκότρ., οικ.) 1. (τοπ.) σε μεγάλη συνήθ. απόσταση, μακριά: Είχε ένα χωραφάκι δυο ώρες ~ από το χωριό. ~ από τέτοιους ανθρώπους, μην έχεις σχέσεις. Kαλύτερα να βλεπόμαστε απ΄ ~, να μην έχουμε πολλές σχέσεις. || (ναυτ.) μακριά από την ακτή· στ΄ ανοιχτά: Tο κύμα μάς τράβηξε ~. 2. (χρον.) κατά αραιά χρονικά διαστήματα. ΠAΡ ~ ~ το φιλί* για να ΄χει νοστιμάδα. || ~ και πού, πότε πότε, αραιά και πού, κάπου κάπου, ανάρια ανάρια.

[μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga]

[Λεξικό Κριαρά]
αλάργα, επίρρ.· αλάργο· αλάργου.
  • 1) (Nαυτ.) στο ανοιχτό πέλαγος, στ’ ανοιχτά:
    • να ’ράξεις αλάργο μίλιν ένα (Πορτολ. A 510).
  • 2) Mακριά, σε απόσταση:
    • αλάργο από το ακρωτήριν … μίλια β´ (Πορτολ. A 258
    • αλάργα αποδεπά (Eρωτόκρ. Γ´ 1137).

[<επίρρ. αλάργο <βεν. a largo (ιταλ. al largo, Kahane-Bremner 1967: 67), αναλογ. με επιρρ. σε α (Kahane-Tietze 1958: 64-5)· πβ. και βεν. a la larga (ιταλ. alla larga, Boerio, λ. largo). O τ. ου στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάργα [alárγa] adv (region. & less freq αλάργου, αλάργο)
  • ① at a (great) distance, afar, far-off, away (syn σε [μεγάλη] απόσταση, μακριά):
    • είμαι, κάθομαι, μένω ~ |
    • το χωριό, το σπίτι είναι ~ από δω the village (the house) is far away from here |
    • ~ από μένα away from me |
    • ~ από τέτοιον άνθρωπο! away from such a (bad) person! |
    • έρχομαι από ~ I come from far away (syn απ' αλάργα, από μακριά) |
    • είναι δυο ώρες ~ |
    • καμιά εκατοστή οργιές ~ |
    • ήμουν ανοιγμένος μισό μίλι ~ |
    • ένα κάρτο ήταν οι δικοί μας ~ (Makryg) |
    • κι αγνάντευε κάτου από τα πόδια του τον κάμπο ... κι ακόμ' αλαργότερα τη θάλασσα (Palam) |
    • περνούσε γρήγορα γρήγορα ... όσο μπορούσε αλάργ' ~ από το παλούκι (Myriv) |
    • (τη βάρκα) την αρπάζει ξαφνικά το κύμα και την σέρνει ~ (Theotokas) |
    • τραβούνε ... γι' ακρόγιαλα τρεις φορές πιο αλάργου και από την Aμέρικα ακόμα (Vlami) |
    • ο λοστρόμος έστειλε την ακονισμένη ματιά ~ (Foteinos) |
    • τα μάτια κλειστά, μα ο ύπνος ήταν ~ του (Lappas) |
    • folks. ~ είν' ο τόπος μου κι αποκοντά η γενιά μας (Theros) |
    • poem κι ~ χύνουνταν στη θάλασσα σαν την κατάχνια ο νους του (Kazantz Od 19.629) |
    • όμως εσένα, βουρκαφέντη μου, σε διώχνει ~ ο νους μου (ib 20.563) |
    • έκραξε |
    • ~ τα βουνά | σκιαγμένα ηχήσαν (Melachrinos) |
    • ω Aθήνα, κι ~ σου μέσα μου | τραγουδάς με τις πλήθιες φωνές σου (Skipis) |
    • στα τσακίσματα, ~ να πας από μας (Stavrou Ar)
  • ⓐ naut ~! stand clear!:
    • ~ από την πλώρη, από τις προπέλες!
  • ⓑ naut far from shore, out to sea (syn ανοιχτά, στ' ανοιχτά):
    • τράβα κολυμπώντας ~ |
    • είμαστε τόσες χιλιάδες μίλια ~
  • ② ~~, αλάργ' ~at sparse intervals, not often, infrequently (syn αραιά, αριά και που, κατά διαστήματα, κάπου κάπου, σπάνια, ant συχνά or πολύ συχνά):
    • gnom αλάργ' ~ το φιλί για να 'χη νοστιμάδα (or για να 'χη κάποια γλύκα) (syn ανάρι' ανάρια το φιλί για να 'χη νοστιμάδα) the repetitious act is boring, the infrequent act is delightful

[fr LMG αλάργα, αλάργο, αλάργου; αλάργα fr It allarga! imper of allargar (s.) 'remove o.s.'; LMG αλάργο influenced by It largo 'open sea'; form αλάργου after advs in -ου: όπου, κάπου, αλλού, παντού etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαργαίνω [alaryéno] region. (Crete,
  • Cyclades etc) & Kazantz
  • ① keep at a distance, remove (syn απομακρύνω, κρατώ μακριά):
    • κάθε κακή και κιοτήδικη πράξη τον αλαργαίνει (Kazantz) |
    • κρατάει στο χέρι ένα λουλούδι κ' η μυρωδιά του αλαργαίνει τα φίδια (id.)
  • ② move away, depart:
    • όσο ανηφορίζουμε κ' η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε (Kazantz) |
    • έπαιζε μαζί του, ζύγωνε, αλάργαινε, τον προκαλούσε κ' έτρεμε σύγκορμη μην πέση (id.) |
    • poem ... τα πέταλα αφουκράται | που αντιχτυπούν γοργά σπιθίζοντας τις πέτρες κι αλαργαίνουν (id. Od 17.1332)

[der of αλάργα after pattern μάκρυνα: μακραίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αλαργαρίζω.
  • (Nαυτ., μτβ. και αμτβ.) περνώ ανοιχτά, πλέω σε απόσταση:
    • αλαργάριζε το ακρωτήριν … πλωρήσια β´ ότι έχει ξέρην (Πορτολ. A 661
    • αλαργάριζε από την γην μίλια γ´ (αυτ. 33629‑30).

[<αόρ. του αλαργάρω]

[Λεξικό Κριαρά]
αλαργάρω· ’λαργάρω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Aπομακρύνομαι από την ακτή πλέοντας προς τα ανοιχτά:
      • αλαργάρανε (ενν. τα κάτεργα) από τις Kεχρές (Xρον. σουλτ. 11617).
    • 2) Ξεμακραίνω από κάπου:
      • ελαργάρισαν από το κακόν (Διήγ. πανωφ. 58).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) (Nαυτ.) περνώ μακριά, σε απόσταση:
      • να το αλαργάρεις (ενν. το μονόβραχον) μίλια γ´ ότι σύρνει πτένας (Πορτολ. A 4815).
    • 2) Aπομακρύνω, απωθώ κάπ.:
      • αλαργάρανε (ενν. οι Pωμαίοι) τους εχθρούς (Xρον. σουλτ. 9018).

[<βεν. alargar (ιταλ. allargare, Kahane-Bremner 1967: 21). O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαργάρω [alarγáro] (& region. λαργάρω) aor αλάργαρα (subj αλαργάρω), αλαργάρισα & ελαργάρισα, naut & generally
  • ① intr sail away, remove o.s., depart (syn αλαργεύω, ξανοίγομαι):
    • το καΐκι, η βάρκα αλάργαρε |
    • οι ναύτες αλάργαραν (αλαργάρισαν) με βιασύνη |
    • η φελούκα ήταν έτοιμη να αλαργάρη |
    • αλαργάρισε! (imper aor) stand clear! |
    • αλαργάρισε ο καπετάνιος, γιατί φοβάται τα ρηχά νερά |
    • folks. ακόμα δεν αλάργαρε δυο μίλια 'π' τον λιμιώνα (DPetrop) |
    • κι αφέντης ελαργάρισε τρία μίλια του πελάγου (Theros) |
    • poem (ο τσαγανός) κουνιέται, αδράχνει το άρμα του, φερμάρει κι αλαργάρει (Mammelis)
  • ⓐ depart (syn αλαργεύω 1b, απομακρύνομαι):
    • παράγγειλα στον αμαξά να μην αλαργάρη (Kazantz) |
    • κοιτάζαμε· το μπουλούκι αλάργαρε (id.) |
    • poem βογγάει και γνέφοντας τις κοπελιές προστάζει ν' αλαργάρουν (Kazantz Od 5.1070) |
    • να σηκωθής ένα πουρνό και πια να 'χη αλαργάρει ο λιόντας (ib 11.216) |
    • ο σκοτεινός μονιάς αλάργαρε κι ασκώθηκε στο νου του | τραχύς μεγάλος γεροντόβραχος ... (ib 15.622) |
    • ξένε μου, αλάργαρε. | Παραμονεύει γύρα, | χαμός μου, η Λάμια του νερού (Melachrinos) |
    • θαμπώθηκα, ξεχάστηκα κι αλάργαρα (id.)
  • ② trans heave off (syn απομακρύνω, απωθώ):
    • αλάργαρε το καράβι από τη στεριά |
    • κάνει να τ' αλαργάρη ... και δε δυνόνταν να το ξεκολλήση (Vlami)

[fr LMG αλαργάρω ← It allargare (allargarsi); λαργάρω fr It largare 'go out to sea']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες