Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλάθητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλάθητος -η -ο [aláθitos] Ε5 : α.που δεν κάνει (ποτέ) λάθος· αλάθευτοςβ, άσφαλτος: Tο αλάθητο ένστικτό του τον οδηγούσε πάντα στο σωστό δρόμο. Aλάθητη κρίση. Aλάθητο κριτήριο. Οι δικαστές δεν είναι αλάθητοι. Mόνον ο Θεός είναι ~. β. που δε μας οδηγεί σε λαθεμένη γνώμη, δεν παραπλανά: Ολοφάνερα και αλάθητα σημάδια του επερχόμενου τέλους. γ. (ως ουσ.) το αλάθητο, η χαρισματική συνήθ. ικανότητα κάποιου να μην κάνει λάθη: Tο αλάθητο του πάπα / της Εκκλησίας. Πιστεύουν στο αλάθητο της πολιτικής ηγεσίας. αλάθητα ΕΠIΡΡ: Mαντεύω ~ το μέλλον.

[λόγ. < ελνστ. ἀλάθητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάθητος, -η, -ο [aláθitos] (L)
  • ① containing no errors, faultless, accurate, excellent (syn in αλάθευτος 1):
    • τίποτε στη φύση το αλάθητο |
    • ήταν κάτι τέλειο, αλάθητο |
    • το γραπτό του ήταν αλάθητο |
    • ενήργησε με αλάθητο τρόπο infallibly (syn αλάθητα) |
    • αλάθητο κριτήριο |
    • ένα αλάθητο σημάδι τού κλ |
    • όλ' αυτά θα γίνουν, γιατί τα προλέγουν τα αλάθητα σημάδια του ουρανού (Vacalop) |
    • το ζο κοιτούσε τον Xρ. ... σα να ξεχώριζε με αλάθητη γνώση τον καλόν από τον κακόν άνθρωπο (Bastias) |
    • να το ζητήσανε (sc οι άνθρωποι το ψάρι) με την αλάθητη σοφία και τη μυρουδιά του ανήξερου; (id.) |
    • το ένα και αλάθητο πιστεύω μας (Papatsonis) |
    • ρήματα αλάθητα |
    • το αλάθητο, το αμάχητο τεκμήριο (Panagiotop) |
    • αλάθητη διάγνωση |
    • τη διαίσθησή του την είχε για αλάθητη (Papatsonis) |
    • ολοφάνερα και αλάθητα σημεία του επερχόμενου τέλους (transl of Mango) |
    • το αλάθητο ένστικτο της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του (Peranthis) |
    • το ηθικό αίσθημα δεν είναι ένα αλάθητο όργανο (Papanoutsos) |
    • αυτό το έχει νοιώσει με το αλάθητο ένστικτό του ο λαός μας (id.) |
    • τη συνέπεια ανάμεσα στο ένστικτο και την πράξη το κοινό τη διαισθάνθηκε με την αλάθητη εκείνη όσφρηση που διαθέτει κλ (Chatzinis) |
    • μια θεωρία προβάλλεται σαν κεκτημένο πια αγαθό και σαν αλάθητο δόγμα (Tsatsos) |
    • διάφορα είδωλα, που τα είχαν πριν για απείραχτα και αλάθητα, π.χ. την ανατολίτικη ζωή (Dragoumis) |
    • τ' όμορφο άγαλμα, το αλάθητο σάρκινο δημιούργημα της φύσης (Karagatsis)
  • ② not making mistakes, unerring, inerrant, inerrable, infallible (syn αλάθευτος 2):
    • κανείς δεν είναι ~ σ' αυτό τον κόσμο |
    • υπάρχουν αρμόδιοι σοφοί, αλλά αλάθητοι δεν είναι |
    • οι δικαστές δεν είναι αλάθητοι |
    • ο γιατρός μου είναι ~ στις διαγνώσεις του |
    • ο ~ μάντης |
    • ο ~ πάπας |
    • ο πάπας είναι αντιπρόσωπος του Θεού στη γη, ~ (Theodoridis) |
    • ένα ον απόλυτο, προικισμένο με όλες τις τελειότητες, αλάθητο, όπως είναι κατά το χριστιανικό δόγμα ο Θεός (Papanoutsos) |
    • συνείδηση, ... αλάθητε κριτή του καλού και του κακού (id.) |
    • ο αυτοκράτορας άμεμπτος, ~, μόνος ικανός να επικοινωνή με τα πνεύματα (Panagiotop)

[fr K, ByzG, PatrG ἀλάθητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go