Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόσμητος -η -ο [akózmitos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι διακοσμημένο: Ελάχιστα από τα αρχαία αγγεία, που βρέθηκαν στις ανασκαφές, είναι ακόσμητα.
ακόσμητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκόσμητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόσμητος, -η, -ο [akózmitos]
- ① unadorned, unembellished (syn αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, αστόλιστος, ant διακοσμημένος, καλλωπισμένος, στολισμένος):
- ακόσμητη αίθουσα |
- μερικές στήλες έχουν ταινιόσχημα και σπειροειδή κοσμήματα, άλλες είναι ακόσμητες (Mylonas) |
- τα αγγεία αυτά ή μένουν ακόσμητα ... ή συνηθέστερα ... έχουν χαρακτή γραμμική διακόσμηση (ASakellariou) |
- ακόσμητη πήλινη κυλινδρική πυξίδα (id.)
- ② fig without superfluous adornments, unaffected, plain (syn αβίαστος, ανεπιτήδευτος):
- ακόσμητο ύφος, ακόσμητο λογοτέχνημα
[fr AG, PatrG ἀκόσμητος, cpd w. κοσμητός]
- ① unadorned, unembellished (syn αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, αστόλιστος, ant διακοσμημένος, καλλωπισμένος, στολισμένος):



