Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόλουθο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακόλουθο1 το, [akóluθο] (& region. άκλουθο) physiol
  • placenta (syn ακλούθι, δευτέρι, ύστερο)

[fr AG ἀκόλουθον; cf ύστερο fr |στερον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόλουθο2 [akóluθο] το, usu pl ακόλουθα τα, (L)
  • the following item:
    • θα αναφέρω τ' ακόλουθα |
    • πρέπει ο κάθε άνθρωπος ... να γνωρίζη πως δεν υπάρχει παύλα στα βάσανα εκείνων που μετέχουν σ' αυτούς τους διχασμούς, προτού γενή το ~, προτού δηλαδή πάψουν ... να τιμωρούν τους εχθρούς των (Theodorakop) |
    • λέγει ο πλατωνικός Σωκράτης ... στο συνομιλητή του τα ακόλουθα (id.)

[substantiv. n of ακόλουθος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακόλουθος ο [akóluθos] Ο19 θηλ. ακόλουθος [akóluθos] Ο36 : 1.αυτός που συνοδεύει κάποιο υψηλό κυρίως πρόσωπο, ως φύλακας, υπηρέτης κτλ.: Οι ακόλουθοι του βασιλιά. 2. ο πρώτος (κατώτερος) βαθμός στην ιεραρχία των διπλωματών: Yπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία της Ρώμης ως (διπλωματικός) ~. || ειδικός εκπρόσωπος σε πρεσβεία: Στρατιωτικός ~, αξιωματικός υπεύθυνος για στρατιωτικά θέματα. ~ τύπου, υπεύθυνος για την ενημέρωση. Εμπορικός / μορφωτικός ~, υπεύθυνοι για τους αντίστοιχους τομείς.

[λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος (στη σημ. 1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακόλουθος -η -ο [akóluθos] Ε5 : α.(λόγ.) που ακολουθεί χρονικά, που έρχεται ύστερα από κτ. άλλο· επόμενος: Οι ακόλουθες ημέρες θα είναι οι κρισιμότερες. β. που σε μια σειρά προφορικού ή γραπτού λόγου αναφέρεται ή θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω· ο εξής: Yποστήριζε την άποψή του με τα ακόλουθα επιχειρήματα. || (ως ουσ.) τα ακόλουθα: Οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν τα ακόλουθα… Είπε τα ακόλουθα… (λόγ.) ακολούθως ΕΠIΡΡ στη συνέχεια, έπειτα: Έστρεψε το όπλο στο στόχο και ~ πυροβόλησε.

[λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος, ἀκολούθως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόλουθος1 [akóluθοs] ο,
  • ① follower (syn οπαδός):
    • είναι ~ της λόγιας παράδοσης |
    • οι ακόλουθοι της γλωσσικής μεταρρύθμισης |
    • ~ του δημοκρατικού κόμματος
  • ② hist attendant, hanger-on, servant, page, squire (syn θεράπων L, κολαούζος, οπαδός, συνοδός, υπηρέτης):
    • οι ακόλουθοι του βασιλέως |
    • είχε ακόλουθο το γέρο-Παντελιό (Vlachogiannis) |
    • ο ~ ... ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήση τον I.M. (Terzakis) |
    • είχε γι' ακόλουθο ένα λεβέντη με τσοχαδένια βράκα (Prevelakis) |
    • ο Άττις λατρεύεται ως ~ της Mα (Tatakis)
  • ③ eccl lower cleric in the Western Church, acolyte
  • ④ diplom attaché:
    • ~ πρεσβείας or διπλωματικός ~ attaché |
    • στρατιωτικός, ναυτικός, αεροπορικός, εμπορικός ~ |
    • μορφωτικός ~

[fr AG ἀκόλουθος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόλουθος2, -η, -ο [akóluθοs]
  • ① coming next, following (syn ακολουθών L, επόμενος, ερχόμενος):
    • την ακόλουθη εβδομάδα |
    • στην ακόλουθη σελίδα |
    • κατά τον ακόλουθο τρόπο as follows (syn ως εξής) |
    • διατύπωσε την ακόλουθη σκέψη |
    • η κατάταξη του υλικού έγινε με την ακόλουθη αρχή |
    • εξέφρασε την ακόλουθη άποψη |
    • μίλησαν φοιτητές με τα ακόλουθα θέματα |
    • έστειλα την ακόλουθη επιστολή |
    • έδωσε για τύπωμα το ακόλουθο πρόγραμμα |
    • προσθέτω την ακόλουθη εργασία |
    • η επανάσταση έθεσε το ακόλουθο πρόβλημα |
    • προσπαθούσα να φωτίσω την ακόλουθη ιδέα |
    • έχει υπόψη του το ακόλουθο έργο |
    • είναι πολύ εκφραστικό το ακόλουθο τετράστιχο (Melas) |
    • περιορίζομαι στα ακόλουθα ενδεικτικά παραδείγματα (Tatakis) |
    • poem και τ' ακόλουθ' αρχινάει, |
    • το κορμί του συχνοσειώντας (Solom)
  • ⓐ immediately following, subsequent:
    • folkt ετοίμασε τη φωλιά του για την ακόλουθη νύχτα |
    • το ξεφόρτωμα συνεχίστηκε τις ακόλουθες μέρες (Dafnis) |
    • στον ακόλουθο αιώνα οι άνθρωποι πήγαιναν ... να τα συμβουλευτούν (sc τα μαντεία) (Kakridis transl of Nilsson) |
    • άλλοτε η συνοχή της μιας εικόνας με την ακόλουθη είναι σφιχτή και αναγκαία (Tsatsos)
  • ② being in accord w. sth preceding, agreeing, consistent (syn σύμφωνος, συνεπής):
    • ~ είναι πάντα ο χριστιανικός λόγος (Tatakis)

[fr K, AG ὁ ἀκόλουθος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακολουθούμενος, -η, -ο [akoluθúmenos]
  • being followed, pursued:
    • λύση που βρίσκεται έξω από την έως την ώρα εκείνη ακολουθούμενη τροχιά (Papanoutsos)

[prpp of ακολουθώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες