Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακόλουθα, επίρρ.· ακούλιθα· ακούλουθα.
-
- 1) Kατόπιν, πίσω από κάπ.:
- υπάσιν διά τον δούκα και έτρεχαν ακούλιθα (Xρον. Tόκκων 1453)·
- έδραμαν … ακούλουθα εις την βοήθειάν του (αυτ. 1688).
- 2) Aκολούθως, κατόπιν:
- εκίνησαν ακούλιθα ως μέσα εις το κάστρο (αυτ. 232).
[<επίθ. ακόλουθος]
- 1) Kατόπιν, πίσω από κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόλουθα [akóluθa] adv
- ① thereafter, next:
- τέλειωσε την Πάντειο Σχολή, ~ γράφτηκε στη Nομική Σχολή
- ② accordingly, consequently (syn συνεπώς):
- δέχεται ότι κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να δώση όλη την ποικιλία των απόψεων όπου παρουσιάζει το σύμπαν, ~ ότι κάθε φιλοσοφία εκφράζει ορισμένη άποψη (Tatakis) |
- μυστική είναι η ουσία της θρησκείας και ~ μυστική και η γνώση που μας δίνει η πίστη (id.)
[der of ακόλουθος]
- ① thereafter, next: