Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτοπλοϊκώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακτοπλοϊκώς [aktoploikós] adv (& ακτοπλοϊκά)
  • by navigation along the coast, by coasting:
    • poem φτάσαμε γεωγραφικά, ακτοπλοϊκά, | στραγγίσαμε το εισιτήριο | ως την τελευταία πεντάρα της ενέργειάς του, | μα πουθενά η Nάξος (Kampanelis)

[der of ακτοπλοϊκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες