Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινίδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινίδιο το [aktiníδio] Ο42 : θάμνος φυλλοβόλος και αναρριχώμενος, καθώς και ο πολύσπορος καρπός του που τρώγεται για φρούτο.

[λόγ. < νλατ. actinidium < αρχ. ἀκτιν- (δες ακτίνα3) -idium = -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες