Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτημοσύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτημοσύνη η [aktimosíni] Ο30 : α.η κατάσταση του ακτήμονα. β. (μτφ.) ένδεια, φτώχεια: Πνευματική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτημοσύνη]

[Λεξικό Κριαρά]
ακτημοσύνη η.
  • 1)
    • α) H μη κατοχή κτηματικής περιουσίας, ανέχεια:
      • (Προδρ. 19 IV χφφ HPK κριτ. υπ.
    • β) η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό κυρίως του μοναχικού βίου:
      • (Έκθ. χρον. 4724).
  • 2) Kατάργηση ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη:
    • τους Tούρκους εδίδαξε ακτημοσύνην και … τα λοιπά πάντα κοινά εδογμάτισεν (Δούκ. 14930).

[αρχ. ουσ. ακτημοσύνη. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτημοσύνη [aktimosíni] η,
  • ① non-possession of property, landlessness, propertylessness, indigence:
    • η σοσιαλιστική θέση περί ακτημοσύνης |
    • κάθαρση της ακτημοσύνης |
    • ο μοναχικός βίος επιδιώκει την ~ (Papantoniou) |
    • η ~ εδώ (sc στο μοναχισμό) είναι ολοκληρωτική (Theotokas) |
    • γι' αυτόν κάλλος είναι η καθαρότητα της ψυχής, πλούτος η ~ (Tatakis)
  • ② fig indigence, emptiness:
    • πράγματι του λείπει (sc του σοσιαλισμού) η πνευματικότητα, πάσχει ο ίδιος από πνευματική ~ (Theodorakop)

[fr MG ακτημοσύνη ← AG, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες