Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακταιωρός
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακταιωρός η [akteorós] Ο34 : (λόγ.) πολεμικό σκάφος που περιφρουρεί ακτές: ~ του Λιμενικού Σώματος.

[λόγ. ακταί + αρχ. -ωρός `που προσέχει΄, κατά τα αρχ. θυρωρός, πυλωρός, σφαλερή δημιουργία αντί ακτωρός (σύγκρ. ελνστ. ἀκτωρός `στρατιώτης που φυλάει τις ακτές΄, πρβ. μσν. (επίσης σφαλερό) ακταίωρος ίδ. σημ.), μτφρδ. γαλλ. garde-cἄtes]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακταιωρός1 [akteorós] ο,
  • coastguard (syn φύλακας ακτής)

[cpd of AG ἀκταία 'of the coast' & -ωρός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακταιωρός2 [akteorós] η,
  • coastguard vessel (or ship or cutter), coaster (syn kath ακτοφυλακίς)
  • ⓐ ~ βενζινάκατος patrol boat

[cpd of AG ἀκταία 'of the coast' & -ωρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go