Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακτίνιο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακτίνιο [aktínio] το, (& L ακτίνιον)
  • ① chem actinium (Ac)
  • ② math radian

[der of ακτίς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτίνιο 1 το [aktínio] Ο40 : (μαθημ.) μονάδα μέτρησης μιας γωνίας.

[λόγ. ακτιν- (δες ακτίνα2) -ιον μτφρδ. αγγλ. radian]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτίνιο 2 το (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό χημικό στοιχείο.

[λόγ. < νλατ. actinium < αρχ. ἀκτιν- (δες ακτίνα) -ium = -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go