Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακρώρεια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρώρεια η [akrória] Ο27 : (λόγ.) κορυφή όρους, βουνού: Οι ακρώρειες της Πίνδου.

[λόγ. < αρχ. ἀκρώρεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρώρεια [akrória] η, (L)
  • ① rare mountain ridge (syn in ακροβούνι)
  • ② fig pl ακρώρειες οι, highest point, height, peak, top (Panagiotop):
    • οι Έλληνες πρώτοι ετοποθέτησαν στις ακρώρειες των ανθρωπίνων επιδιώξεων την ανάπτυξη όλων των εμφύτων ικανοτήτων |
    • έφτασε στις ακρώρειες της πνευματικής ρώμης |
    • εγύμνασε την εκφραστική δύναμή του στις πιο απόκρημνες ακρώρειες του καθαρολόγου στόμφου

[fr kath ← AG, PatrG ἀκρώρεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go