Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρόαμα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρόαμα το [akróama] Ο49 : ό,τι ακούει κανείς ιδίως με ευχαρίστηση, όπως τραγούδι, μουσική, απαγγελία κτλ.: Δημόσια θεάματα και ακροάματα. H καλή ποίηση δε λειτουργεί μόνο ως ανάγνωσμα αλλά και ως ~. Kοινό που προτιμάει το ~ από το ανάγνωσμα.

[λόγ. < αρχ. ἀκρόαμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόαμα [akróama] το, (L)
  • what one listens to, piece spoken or sung, listening matter, spoken word, sound:
    • ~ του ραδιοφώνου |
    • θέαμα κι ~ |
    • διαβάσματα και ακροάματα |
    • μουσικό ~ |
    • έδωσε με το έργο αυτό ένα εκλεκτής ποιότητας και περιεχομένου ~ |
    • ένα κοινό που προτιμάει το ~ |
    • ο λόγος αυτός του Aριστοτέλους ακούεται ωσάν απόφωνο από τα ακροάματά του μέσα στην Aκαδημία και ταιριάζει πιο πολύ στον Πλάτωνα (Theodorakop) |
    • μέσα στην ποιητική ηδονή υπάρχει κτ σαν όραμα μουσικό και σαν οπτικό ~ (Papanoutsos) |
    • καλλιτεχνικά αμαλγάματα, όπου ο ποιητικός λόγος γίνεται και μουσικό ~ (id.) |
    • η πάλη μεταξύ δυο πνευμάτων άξιζε να γίνη δημόσιο θέαμα ή μάλλον ~ (Kanellop)

[fr AG, K, PatrG ἀκρόαμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροαματικός -ή -ό [akroamatikós] Ε1 : α.που είναι κατάλληλος ή προορισμένος να ακούγεται: ~ λόγος. Οι ακροαματικοί στίχοι της υμνογραφίας. β. που γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Aκροαματική διδασκαλία. H ακροαματική διαδικασία μιας δίκης. γ. που αναφέρεται στο ακρόαμα: Tο πρόγραμμα του ραδιοφώνου πρέπει να παίρνει υπόψη του όλες τις ακροαματικές προτιμήσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροαματικός (β: σημδ. γαλλ. με βάση τα audition, audience)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροαματικός, -ή, -ό [akroamatikós] (L)
  • designed for hearing, fitting to being heard, performed orally and listened to, auditory:
    • law ακροαματική διαδικασία hearing of a case, the pleadings |
    • ακροαματική μορφή διδασκαλίας |
    • παθητική ακροαματική μέθοδος της διδασκαλίας (Delmouzos) |
    • ~ λόγος (Loucatos) |
    • ακροαματικοί στίχοι του θεάτρου, των επών και της υμνογραφίας (id.) |
    • (ετόνισα την τάση του εθνικού ραδιοφώνου) να κολακεύη ... τις ακροαματικές προτιμήσεις ορισμένου κύκλου ανθρώπων (Papanoutsos)

[fr K ἀκροαματικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροαματικότητα η [akroamatikótita] Ο28 : ο αριθμός ή το ποσοστό των ακροατών (και θεατών) μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής: H εκπομπή είναι πρώτη στον πίνακα ακροαματικότητας.

[λόγ. ακροαματικ(ός)γ -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες