Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτηριασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωτηριασμένος, -η, -ο [akrοtiriazménos]
  • ① mutilated, maimed, mangled (near-syn κολοβωμένος, πετσοκομμένος, σακατεμένος):
    • ακρωτηριασμένα κορμιά |
    • πτώμα φρικτά ακρωτηριασμένο a body frightfully mangled |
    • γύρισε από το μέτωπο ~ χωρίς δάχτυλα στο δεξί χέρι |
    • ο Λουκάς κοίταζε την ακρωτηριασμένη παλάμη του χαμογελώντας ήρεμα (Terzakis)
  • ⓐ mutilated, amputated, of art objects:
    • ακρωτηριασμένα αγάλματα |
    • ακέφαλο και ακρωτηριασμένο αγαλμάτιο |
    • τμήμα μιας δεύτερης πτυχής με ακρωτηριασμένη ράχη (Despinis) |
    • σώζεται από την αρχική σύνθεση μονάχα η καθιστή δέσποινα και αυτή ακρωτηριασμένη (Bakalakis) |
    • υπάρχουν κεφάλια από προτομές ή αγάλματα με ακρωτηριασμένη τη μύτη (Floros) |
    • poem σε λίγο θα 'χη νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζη ακόμη ένα | αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα (Seferis)
  • ② cut off, mutilated, fragmentary (syn αποσπασματικός, κολοβωμένος, κουτσουρεμένος, λειψός):
    • τ' ακριτικά τραγούδια - κι αυτά συχνά ακρωτηριασμένα |
    • ακρωτηριασμένες επιγραφές |
    • το αρχαίο έργο ... αθεράπευτα ακρωτηριασμένο από τ' άλλα εκφραστικά του μέσα |
    • μουσική, χορογραφία (Terzakis) |
    • το ακρωτηριασμένο και ατελείωτο και αποσπασματικό έργο (sc του Σολωμού) (Melas) |
    • λοξό φεγγάρι φωτίζει απάνου σε ακρωτηριασμένο βράχο τον άνθρωπο που στοχάζεται (Panagiotop) |
    • poem μετά έχει τρεις γραμμές πολύ ακρωτηριασμένες (Kavafis)

[ppp of ακρωτηριάζω, q.v.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες