Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρωτηρίαση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρωτηρίαση η [akrotiríasi] Ο33 : ακρωτηριασμός.

[λόγ. < αρχ. ἀκρωτηρία(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρωτηρίαση [akrοtiríasi] η,
  • amputation (syn ακρωτηριασμός 1b)

[fr MG ακρωτηρίασις (gloss.), der of ακρωτηριάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες