Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροπύργιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακροπύργιο [akropíryio] το,
  • highest and main tower of a fort, keep; the impregnable point and last refuge

[fr ByzG ακροπύργιον 'upper tower']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες