Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακρογιάλιν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ακρογιάλιν το· ακρογιάλι.
  • Aκρογιαλιά, παραλία:
    • (Eρωτόκρ. B´ 473).

[<επίθ. άκρος + ουσ. γιαλός. O τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go