Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβολιστί
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροβολιστί [akrovolistí] επίρρ. : (λόγ., συνήθ. στρατ.) ακροβολιστά.

[λόγ. ακροβολιστ(ής) -ί 3 κατά το ακροποδητί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροβολιστικός -ή -ό [akrovolistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ακροβολιστή ή τον ακροβολισμό: ~ σχηματισμός. Aκροβολιστική τάξη / γραμμή.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροβολιστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροβολιστικός, -ή, -ό [akrovolistikós]
  • ① of skirmishing or of a skirmisher, skirmishing:
    • ~ σχηματισμός line of skirmishes |
    • ακροβολιστική γραμμή line of skirmishers |
    • ακροβολιστική παράταξη skirmishing array
  • ② fig:
    • όλες (sc οι κυρίες επιβάτιδες) έχουν προσέξει την ακροβολιστική μανούβρα που διαγράφουν οι πρωταγωνιστές για να τις πλησιάσουν - και καθεμιά έχει κιόλας εκλέξει εκείνον που θα την εκλέξη (Ouranis) |
    • τ' ακροβολιστικά κύματα του πολιτισμού (Athanasiadis-N)

[fr K ἀκροβολιστικός; cf K noun τά ἀκροβολιστικά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες