Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακροάτρια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακροάτρια [akroátria] η,
  • female listener:
    • θα διαισθάνονταν ίσως όσοι τον άκουγαν, ιδιαίτερα μάλιστα οι ψυχές των ακροατριών του, κάτι απ' όσα ο συμβολικός πέπλος των στίχων του ζητούσε να κρύψη (Kanellop)

[f of ακροατής; cf θεατής: AG θεάτρια, συνθεάτρια, μαθητής: K, ModG μαθήτρια, φοιτητής: φοιτήτρια, σπουδαστής: σπουδάστρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go