Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροάζομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακροάζομαι [akroázome] Ρ2.1β : α.ακούω κτ. με προσοχή: Aκροάζονταν με κατάνυξη τους μακρινούς ήχους της καμπάνας. β. ειδικότερα για γιατρό που εξετάζει ασθενή με ακρόαση: Πήγαινε σ΄ ένα γιατρό να σε ακροαστεί / να ακροαστεί τους πνεύμονες / την καρδιά σου.

[λόγ.: α: αρχ. ἀκροάζομαι· β: σημδ. γαλλ. ausculter]

[Λεξικό Κριαρά]
ακροάζομαι· ακρουάζομαι, (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 28).

[αρχ. ακροάζομαι. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακροάζομαι [akroázome] aor ακροάσθηκα & ακροάστηκα, subj ακροασθώ & ακροαστώ
(L, in part also D)
  • ① follow by ear, listen, hear, absolutely or w. dir obj (syn ακούω 5, ακούω με προσοχή, ακρουμάζομαι 1, L ακροώμαι):
    • ακροάστηκα σιωπηλός |
    • ακροάζεται κατά την κάμαρα του αρρώστου στυλώνοντας του κορμιού το κίνημα (Pasagiannis) |
    • ακροαζότανε το φωνογράφο or τα όργανα |
    • ακροάζονταν φωνές χαρούμενες |
    • ακροάζεται ταχτικά τον ιεροκήρυκα |
    • φίλησε τα χέρια των δεσποτάδων και στάθηκε ν' ακροασθή τον αγιασμό (Melas) |
    • δεν κατόρθωσε ν' ακροασθή (ο δημοτικισμός) την απειροδύναμη πλαστικότητα, την ελεύθερη λιτότητα και τέλος την πυκνότητα της λαϊκής γλώσσας και οπλισμένος μ' αυτά τα στοιχεία ν' ανεβή εις το ύψος του ιδανικού (Theodorakop) |
    • το χρέος των πνευματικών ανθρώπων είναι, αφού ακροασθούν τους ρυθμούς της παρουσίας εκείνης, να υψωθούν ακόμα πέρα κ' εκεί να στήσουν τα έργα τους (id.) |
    • πρέπει να ακροασθούμε το αίσθημα του υψηλού που μας μεταδίδει (η βυζαντινή τέχνη) (Michelis) |
    • poem ... τότε ακροάζεται καθαρότατα | με άκρα ευφροσύνη του ο μοναχικός δεητής | τα κροταλίσματα των κάδων στους αρμούς των (Papatsonis) |
    • τους μύριους ήχους του νερού ακροάστηκες (Zevgoli)
  • ⓐ med examine s.o. by listening to the chest etc, test by auscultation, auscultate (syn ακροώμαι 1b, εξετάζω με ακρόαση):
    • θα σας ακροασθώ |
    • με ακροάστηκε ο γιατρός the doctor sounded my chest |
    • ο γιατρός ακροάστηκε την καρδιά και τους πνεύμονες
  • ② grant an audience to s.o. (syn ακροώμαι 3, ορίζω or δίνω ακρόαση):
    • ο υπουργός θα με ακροασθή (syn θα μου δώση ακρόαση, θα με δεχτή σε ακρόαση)

[fr MG ακροάζομαι fr AG ἀκροῶμαι on the basis of the latter's aor ἠκροάσθην, cf ἀφακράζομαι (ἀφοκροῦμαι, ἀφοκράζομαι, ἀφηκράζομαι, ἀφηκροῦμαι etc ← ἀπακράζομαι: ἀπακρῶμαι ← ἐπακροῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες