Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριτομυθία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακριτομυθία η [akritomiθía] Ο25 : α.το να μιλά κάποιος άκριτα και απερίσκεπτα, αποκαλύπτοντας έτσι ένα μυστικό. β. λόγος άκριτος και απερίσκεπτος που αποκαλύπτει κτ. κρυφό: Πληροφορήθηκα τις προθέσεις του από ακριτομυθίες των φίλων του.

[λόγ. < μσν. ακριτομυθία < ακριτόμυθ(ος) -ία κατά το ελνστ. ἐχεμυθία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριτομύθια [akritomíθia] η,
  • blabbing, indiscretion:
    • αυτά είναι ακριτομύθιες |
    • στη δημοσιογραφία η ~ είναι ταυτόσημη με την ανηθικότητα |
    • τα έμαθα από ~ του Φραγκόπουλου (Xenop)

[fr ακριτομυθία accented by anal. of εχεμύθεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριτομυθία [akritomiθía] η, (L)
  • not keeping a secret, divulging of a secret, loose talk; indiscretion, babbling, flippancy (syn αδιακρισία, ακριτομύθια, ant εχεμύθεια):
    • έτρεμε μήπως από ακριτομυθίες άλλων μαντέψη ο αγαπημένος ότι δεν ήταν φυσιολογικά συντονισμένη μαζί του (Thrylos)

[fr MG ακριτομυθία (Eustathius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες