Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβούτσικα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβούτσικα [akrivútsika] adv
  • somewhat expensively (syn κάπως ακριβά, λιγάκι ακριβά):
    • ο μπακάλης αυτός πουλάει ~ |
    • κοστίζει ~ να (it costs a pretty penny to) τρως έξω |
    • τ' αγόρασα ~ το παλτό |
    • το σπίτι εκείνο το γωνιακό ... το είχαν νοικιασμένο ~ (Xenop)

[der of ακριβούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες