Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβολογία η [akrivolojía] Ο25 : το να ακριβολογεί κάποιος, να εκφράζεται με απόλυτη ακρίβεια· η ιδιότητα του ακριβολόγου: H ~ στη διατύπωση.
[λόγ. < αρχ. ἀκριβολογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβολογία [akrivoloyía] η,
- precise expression, punctiliousness in speech, systematic work, investigation (syn ακρίβεια στη διατύπωση, ακρίβεια λόγου [s. ακρίβεια2], ant αοριστολογία):
- η ~ οδηγεί στη συνεννόηση |
- αυστηρή ~ |
- η ~ είναι απαραίτητη στην επιστήμη |
- (ο μαθητής τότε) ευστοχεί με την ~ και την ορθοέπεια, με τη λιτότητα και την οικονομία των εκφραστικών μέσων (Papageorgiou) |
- η μετάφραση έχει την ~ του πρωτοτύπου |
- κρατά με ~ το πρωτόκολλο |
- ο δεκαπεντασύλλαβος, ο ενδεκασύλλαβος ντύνονται ... κλασικίζουσα και σχεδόν συντηρητική ~ παρ' όλο τους το έντεχνο (Palam) |
- μόλις αρχίζουν να καταστρώνωνται οι λέξεις, αρχίζει και το ψέμα ..., όταν απουσιάζη η άγρυπνη προσπάθεια της ακριβολογίας (Melas) |
- ~ |
- πουθενά δε μιλεί με την ~ τη σχολαστική και τη σχολαστικά υπομνηματισμένη της επιστήμης (Panagiotop) |
- λαγαρή δημοτική, υψωμένη στη δύναμη του θεωρητικού στοχασμού, με θαυμαστή άνεση, επάρκεια, σαφήνεια, ευλυγισία, ~ και πλούτο (Tatakis)
- ⓐ exactitude, precision (in painting):
- ανέβασεν απάνω στο ναό της Λαύρας την ~ των κρητικών εικόνων, έτσι ώστε αμέσως μας χτυπά η καθαρή του, η ακριβολογημένη εργασία (sc των συνθέσεών του) (Papantoniou)
[fr PatrG (4th c.), K (pap, 6th c.) ἀκριβολογία; der of ἀκριβολόγος]
- precise expression, punctiliousness in speech, systematic work, investigation (syn ακρίβεια στη διατύπωση, ακρίβεια λόγου [s. ακρίβεια2], ant αοριστολογία):



