Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβαναθρεμμένος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ακριβαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.· ακριβοαναθρεμμένος.
  • Aναθρεμμένος με φροντίδα:
    • (Eρωτόκρ. Δ´ 539).

[<επίρρ. ακριβά + μτχ. παρκ. του αναθρέφω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβαναθρεμμένος, -η, -ο [akrivanaθreménos]
  • raised w. much care, love, and devotion, esp in folksongs

[fr MG ακριβαναθρεμμένος, cpd of ακριβά 'affectionately, tenderly' and αναθρεμμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες