Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβαγοράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακριβαγοράζω [akrivaγorázo] pass ακριβαγοράζομαι, ppp ακριβαγορασμένος,
  • purchase at a high or excessive price (syn αγοράζω ακριβά, ant αγοράζω φτηνά):
    • τ' ακριβαγόρασε το σπίτι |
    • το καλό πράμα πάντα τ' ακριβαγοράζουμε |
    • ο Zήσης ο ρέμπελος ήταν ακριβαγορασμένος για τη δουλειά (Vlamis)
  • ⓐ fig acquire w. some sacrifice (syn αποκτώ με κάποια θυσία):
    • τον τίτλο τον ακριβαγόρασε με εργασία και μόχθο

[cpd of ακριβά αγοράζω; cf ακριβοπουλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες