Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβαγαπώ [akrivaγapó] ακριβαγαπάς, mi ακριβαγαπιόμαστε
- love dearly or tenderly or very much (syn αγαπώ τρυφερά or πολύ, πολυαγαπώ):
- τα δυο παιδιά ακριβαγαπιούνταν (Vlami)
[cpd of MG ακριβά 'affectionately, tenderly' & αγαπώ]
- love dearly or tenderly or very much (syn αγαπώ τρυφερά or πολύ, πολυαγαπώ):