Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακραιφνώς [akrefnós] adv (L)
- purely, truly, genuinely (syn αληθινά, ειλικρινά, καθαρά):
- όλα εκείνα τα ~ καθαρευουσιάνικα στιχουργήματα (Karantonis) |
- (η "παλαιά σχολή των Aθηνών") μετατοπίζεται σιγά σιγά από το ... ρομαντισμό της φαναριωτικής στον ακραιφνέστερα αισθηματολόγο και τυπικότερα λυρικό ρομαντισμό (Panagiotop) |
- η βασική αρχή του Aλμπέρτι για τη ζωγραφική είναι ακραιφνέστατα νατουραλιστική (Kanellop) |
- poem κατά τρόπον ~ νεοελληνικό |...| μπαϊλντίσαμε τα τσιγάρα και τη ρετσίνα (ASchinas)
[fr K, PatrG, AG]
- purely, truly, genuinely (syn αληθινά, ειλικρινά, καθαρά):



