Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακραία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακραία [akréa] adv
  • extremely (syn άκρα, άκρως):
    • ο Πλάτων εκφράζει το ~ ολοκληρωτικό δόγμα, ότι ο πόλεμος ... είναι μια κατάσταση αδιάκοπη και φυσική μεταξύ των κρατών (Despotop) |
    • το θέαμα των ερμηνευτικών τους τρόπων θα ήταν ~ κωμικό, αν δεν ήταν ουσιαστικά τόσο μελαγχολικό (Thrylos)

[fr acc pl neut ακραία of adj ακραίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go