Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακράτητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακράτητα [akrátita] adv
  • without control, unrestrainedly, irrepressibly (syn ακάθεκτα, ακατάσχετα, ασυγκράτητα, βίαια, ορμητικά, ant συγκρατημένα):
    • κλαίω ~ |
    • γελούν ~ για τις ανοησίες των ανθρώπων |
    • κυνηγούσα τη χαράν ~ (Palam) |
    • την ενέργειά τους ακόμα την δηλώνουν ξάστερα, περισσόλογα, ~ (id.) |
    • συγκινημένη ~ και η Aγνή (Psichari) |
    • είναι ~ ζωντανός (Karantonis) |
    • ένοιωθα ν' ανεβαίνη ~ απειλητικό ένα κύμα παράδοξο γέλιο (Terzakis)

[der of ακράτητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες