Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούων
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακούων [akúon] ο,
  • listener:
    • poem κ' οι ακούοντες περιέργως εννοούν τι εννοούμε (Montis)

[fr K, AG ἀκούων, ppr of ακούω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες