Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούρευτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακούρευτος, επίθ.
  • Που δεν έχει κουρευτεί, που δεν του έχουν κόψει τα μαλλιά:
    • (Λέοντ., Aίν. I 113).

[<στερ. α‑ + κουρεύω. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούρευτος -η -ο [akúreftos] Ε5 : που δεν κουρεύτηκε: Aκούρευτα μαλλιά, άκοπα. ~ και ατημέλητος, άκουρος. Aκούρευτα πρόβατα.

[μσν. ακούρευτος < α- 1 κουρεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακούρευτος, -η, -o [akúreftos]
  • unshorn, unclipped, uncut, untrimmed (syn άκοπος1 1, άκουρος, ant κουρεμένος):
    • ακούρευτα μαλλιά, ακούρευτο κεφάλι |
    • τα πρόβατα είναι ακούρευτα |
    • παιδί ακούρευτο |
    • έμεινα ~ I was left without a haircut |
    • τ' ακούρευτα μαλλιά τους και τα δασά γένεια δείχνουν πολύ αγριεμένες τις σκουντουφλιασμένες μορφές τους (Melas) |
    • επίμονοι αρνητές κάθε αγαθού, όταν προέρχεται από τα παιδιά, πιανόμαστε από τις εξωτερικές επιφάνειες, από τα ακούρευτα μαλλιά, από την ατημέλητη περιβολή, από ξεσπάσματα οργής ... και χάνουμε την ουσία (Palaiologos) |
    • καυχιόμαστε πως είμαστε Eυρωπαίοι - και δεν παίρνουμε απ' τον ευρωπαϊκό πολιτισμό παρά τα γεγέ, την κόκα-κόλα και τις ακούρευτες χαίτες (Ploritis)

[fr MG ακούρευτος (Steph. Byz. +), cpd w. κουρευτός: PatrG, MG κουρεύω 'cut the hair']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες