Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακούμπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακούμπα η [akúmba] Ο25α : (λαϊκ.) το ενεχυροδανειστήριο ή το κατάστημα του κλεπταποδόχου.

[προστ. του ρ. ακουμπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες