Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακουστός, επίθ.· ηκουστός.
-
- Που έχει ακουστεί το όνομά του, ξακουσμένος, περίφημος, ένδοξος:
- γάμους … ακουστούς (Διγ. Gr. 1655)·
- Kωνσταντινούπολιν την ακουστήν (Θρ. πατρ. O 88).
[αρχ. επίθ. ακουστός. H λ. και σήμ.]
- Που έχει ακουστεί το όνομά του, ξακουσμένος, περίφημος, ένδοξος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακουστός -ή -ό [akustós] Ε1 : 1α.που ακούγεται, που μπορούμε να τον ακούμε: Φωνάζει για να γίνει ~ και στους τελευταίους ακροατές. Mια απαλή και μόλις ακουστή μουσική. β. που τον ακούμε, τον παραδεχόμαστε· αποδεκτός, παραδεκτός: Εύχομαι να γίνουν ακουστές οι προτάσεις σου. 2. που έχει ακουστεί, που είναι γνωστός σε πολλούς για κάτι καλό· που έχει καλή φήμη, ξακουστός: Ήταν ~ μεταξύ των συναδέλφων του για την ακριβοδίκαιη κρίση του. Tο μοναστήρι ήταν ακουστό για τις πολύτιμες εικόνες του.
ακουστά ΕΠIΡΡ στην έκφραση (τον / το) έχω ~: Tον είχα ~, αλλά ποτέ δεν έτυχε να γνωριστούμε από κοντά. Tο παραμύθι το ΄χω ~ από τον παππού μου. [1: αρχ. ἀκουστός· 2: μσν. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακουστός, -ή, -ό [akustós]
- ① perceptible to the ear, hearable, audible (syn που ακούγεται):
- κάτι ορατό ή ακουστό |
- τα λόγια του ήταν ακουστά απομακριά |
- η φωνή της είναι ακουστή |
- πολλά χτυπήματα γίνονται ακουστά |
- φωνάξαμε κ' εγίναμε ακουστοί |
- έχουν και οι Eλληνοαμερικανοί το δικαίωμα να κάνουν ακουστό το δικό τους εθνικό τόνο (Papanoutsos) |
- poem και το κανόνι τ' ακουστό αντάμ' αναταράζεται (Palam) |
- ένας αυλός υπέροχος, αργός και μόλις ~ | στους γύρω χώρους (Papatsonis) |
- | phr τον (την, το) έχω ακουστό (-ή, -ό) I have heard of him (her, it) (cf τον έχω ακουστά, s. ακουστά adv)
- ⓐ heard, paid attention to, heeded:
- είναι υψίστη εθνική ανάγκη να ουρλιάζη η ελευθεροτυπία για να γίνη ακουστή (Psathas) |
- (στα θέματα αυτά) θα ευχόμουν να γίνω ~ και θα είχα δικαίωμα να το ελπίζω (Dimaras)
- ② renowned, celebrated, famous (syn in ακουσμένος 2):
- ακουστοί συγγραφείς |
- ένα ακουστό μνημείο |
- ποίηση ακουστή στον καιρό μας |
- ήταν παντού ~ για το βιος του (Panagiotop) |
- ήταν ~ μεταξύ των συναδέλφων του για την ακριβοδίκαιη κρίση του (AVlachos) |
- poem τρέχα δελφίνι | πέρα στη θάλασσα | την ακουστή (Markoras) |
- το μοναστήρι τ' ακουστό της Kεχαριτωμένης (Palam) |
- (ω Mάρω) θενά φορέση | ακουστή της φήμης το στεφάνι (id.) |
- μικρό παιδί, απαράλλαχτο μ' ένα άλλο | παιδί ακουστό, τον Έρωτα (Xydis)
[fr MG ακουστός ← K, AG]
- ① perceptible to the ear, hearable, audible (syn που ακούγεται):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκουστος, -η, -ο [ákustos] rare
- not talked about, not gossiped about, irreproachable (syn ανάκουστος, άψογος):
- θα τα ταιριάξη, καπετάνιο μου. Xρυσή κόρη, άκουστη, τίποτα σε βάρος της, και καλή (Manglis)
[fr ακουστός w. shift of accent; cf αν-άκουστος]
- not talked about, not gossiped about, irreproachable (syn ανάκουστος, άψογος):



