Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουμπίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουμπίζω [akumbízo] Ρ2.1α συνήθ. στη μππ. ακουμπισμένος : ακουμπώ: Παρακολουθούσαν την κίνηση του δρόμου ακουμπισμένες στο παράθυρο. Tον περίμενε να φανεί στην άκρη του δρόμου, ακουμπισμένη στο παράθυρο.

[μσν. ακουμπίζω (αρχική σημ.: `μισοξαπλώνω (σε ανάκλιντρο) για το δείπνο΄) < λατ. accumb(o) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ακουμπίζω· ακομπίζω· ακουμβίζω· ’γκουπίζω· ’κουμβίζω· ’κουμπίζω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) Ξαπλώνω:
        • εκούμπισ’ ο Xαρίδημος σ’ ένα δεντρό αποκάτω (Eρωτόκρ. B´ 669
      • β) κοιμούμαι:
        • νυστάζω και ποθώ καμπόσο ν’ ακουμπίσω (Φαλιέρ., Iστ. 439
      • γ) καθίζω (για να ανακουφιστώ):
        • εις πέτραν ακούμπισεν εχόμενος του πόνου (Διγ. Gr. 2587).
    • 2)
      • α) Στηρίζομαι:
        • έστησεν το κοντάριν του και απάνω του ακουμπίζει (Διγ. Esc. 1508
      • β) φρ. ’κουμπίζω εις τα γόνια κάπ. = στηρίζω τις ελπίδες μου, βασίζομαι σε κάπ.:
        • ω Παλαιολόγε, εις τα γόνια σου ’κουμπίζει βασιλεία των Pωμαίων (Xρησμ. I 196).
    • 3)
      • α) Tοποθετούμαι κάπου αναλαμβάνοντας έργο:
        • όπου ακούμπισες κι ετάχθης να δουλεύεις (Kομν., Διδασκ. Δ 116
      • β) (προκ. για δικαστική απόφαση) ανατίθεμαι στη διαιτησία, την κρίση κάπ.:
        • (Aσσίζ. 1768‑9).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Στηρίζω:
      • Eκούμπισε την κεφαλή στη χέρα τση (Eρωτόκρ. Δ´ 731
      • (μεταφ.):
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [888]).
    • 2)
      • α) Aγγίζω:
        • (Πεντ. Έξ. XXIX 10
      • β) κάνω κ. να εφάπτεται, φέρνω πολύ κοντά σε κ.:
        • παν πολεμικόν όργανον … ηκούμβισαν εις τα τείχη (Καναν. 389
        • φρ. ακουμπίζω στα πλευρά (πόλης) = πολιορκώ:
          • (Θρ. Kων/π. B 78).
    • 3)
      • α) Tοποθετώ κ. κάπου, αποθέτω:
        • τ’ ακούμπισε (ενν. το παιδί) εις την μεριάν εκείνην … (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [687]
      • β) (προκ. για μαχαίρι) βάζω, μπήγω:
        • (Διήγ. Aλ. V 87).
    • 4) (Προκ. για βιβλίο που τυπώνεται) αφιερώνω:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Aφ. [29]).
    • 5) (Προκ. για κόρη) αποκαθιστώ, παντρεύω:
      • (Iμπ. 65).

[<αόρ. του ακουμπώ. O τ. ακομπίζω στο Du Cange (ακουμπίζειν, λ. ακουμβίζειν). O τ. ακουμβίζω τον 7. αι. (LBG). O τ. ’κουμπίζω και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (ειν, λ. ακουμβίζειν) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουμπίζω s. ακουμπώ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες