Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακορέστως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ακορέστως, επίρρ.
  • 1) Aχόρταγα, με απληστία:
    • Aκορέστως καταφιλών (Διγ. Gr. 2153).
  • 2) Yπερβολικά, ατελείωτα:
    • έχαιρον ακορέστως (Διγ. Z 1634).

[μτγν. επίρρ. ακορέστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες