Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοομετρία η [akoometría] & ακουομετρία η [akuometría] Ο25 : το σύνολο των πειραματικών μεθόδων με τις οποίες ελέγχεται η οξύτητα της ακοής.
[λόγ. ακοόμετρ(ον), ακουόμετρ(ον) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοομετρία [akoometría] η, med
- measuring the acuity of hearing
[neol, cpd of ακοή and -μετρία]



