Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακομμάτιστα [akomátista] adv
- without a partisan line, nonpolitically (syn αφατρίαστα, αμερόληπτα, απροκατάληπτα, αντικειμενικά):
- συμπεριφέρεται ~, άψογα
[der of ακομμάτιστος]
- without a partisan line, nonpolitically (syn αφατρίαστα, αμερόληπτα, απροκατάληπτα, αντικειμενικά):



