Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακολούθως
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ακολούθως [akolúθos] adv (L)
  • afterwards, subsequently, next (syn κατόπιν, ύστερα):
    • ~ εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη, για να βγούνε (Solom) |
    • ~ γράφω αυτό (Makryg)

[fr K, AG ἀκολούθως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go