Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακμαιότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακμαιότητα η [akmeótita] Ο28 : η ιδιότητα του ακμαίου, αυτού που βρίσκεται σε πλήρη ακμή.

[λόγ. < ελνστ. ἀκμαιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακμαιότητα [akmeótita] η, (L)
  • vigor, strength (syn ανθηρότητα, θαλερότητα)

[fr ακμαιότης 'prime of life' (Ptolemy)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go