Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακμάζων -ουσα -ον [akmázon] Ε12 : (λόγ.) που ακμάζει: Ο ~ ελληνισμός της B. Aμερικής. Aκμάζουσες αποικίες. H νηματουργία είναι μια από τις ακμάζουσες βιομηχανίες.
[λόγ. < αρχ. ἀκμάζων μεε. του ἀκμάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακμάζων, -ουσα, -ον [akmázon] (L)
- flourishing, thriving, prosperous:
- ακμάζοντα ναυτιλιακά κέντρα |
- ίδρυσαν ανθηρές και ακμάζουσες πολιτείες |
- (η Eλλάς) έχει όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει ελεύθερη και ακμάζουσα οικονομία (PSolomos transl of Reinhart)
[prp of ακμάζω]
- flourishing, thriving, prosperous:



