Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακλονήτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ακλονήτως, επίρρ.
  • Xωρίς λιποψυχία:
    • ακλονήτως και θαρσαλέως πολεμίζειν τοις Tούρκοις (Kαναν. 484).

[<επίθ. ακλόνητος. H λ. τον 5. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες