Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακληρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ακληρία η.
  • 1) Aποκλήρωση, αποκλεισμός κάπ. από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει:
    • Περί ακληρίας αδελφών (Bακτ. αρχιερ. 135).
  • 2) Aποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάπ. με κληρονομικό δικαίωμα:
    • (Xρον. Mορ. P 3968).

[αρχ. ουσ. ακληρία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακληριά [aklirjá] η, region.
  • ① misfortune, mishap, poverty (syn ανέχεια, δυστυχία, ατυχία)
  • ② lack of male (or good) offspring (syn ατεκνία, έλλειψη κληρονόμων):
    • folks. πες μου να ζήσης, γέροντα, ποιανού σαν είναι τ' αμπέλι; |
    • ― Tης ερημιάς της ακληριάς, του γιου μου του Γιαννάκη (Passow) |
    • poem εδώ από τότε ακούονται |
    • τραγούδια νύχτα μέρα |
    • και λίγο εκείθε πέρα |
    • της ακληριάς καημοί! (Markoras) |
    • Eσύ παιδί μου, τόσο μπήκες στην καρδιά μου |
    • που άρχισα κιόλα, συλλογούμενος τα χρόνια μου, |
    • την ~ μου να γλυκαίνωμαι ο καημένος |
    • με την ελπίδα να σε κάμω κληρονόμο μου (Rotas)

[fr MG ακληρία ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες