Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακλείδωτος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακλείδωτος, επίθ.
  • Που δεν είναι «κλειδωμένος», αποκλεισμένος:
    • ακλείδωτα καράβια … αρμένισαν να φεύγουν (Xρον. Tόκκων 1889).

[<στερ. α‑ + κλειδώνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακλείδωτος -η -ο [aklíδotos] Ε5 : για κτ. που δεν είναι κλειδωμένο· ξεκλείδωτος: H πόρτα / η ντουλάπα είναι / έμεινε ακλείδωτη. Aφήνει πάντα το γραφείο ακλείδωτο. ακλείδωτα ΕΠIΡΡ: Όταν φύγεις, μην αφήσεις ~.

[μσν. ακλείδωτος < α- 1 κλειδώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακλείδωτος, -η, -ο [aklí∂otos]
  • ① unlocked, unbolted (syn ξεκλείδωτος):
    • άφησε την πόρτα (την εξώπορτα) ακλείδωτη he left the door unlocked |
    • ακλείδωτο ντουλάπι |
    • ακλείδωτο σπίτι
  • ⓐ not safely put away:
    • είχε ακλείδωτα λεφτά και τα κλέψανε
  • ② never still:
    • ακλείδωτο στόμα a mouth never still, an extremely talkative person (syn άκλειστο στόμα, L απύλωτο στόμα, λογάς, πολυλογάς, φαφλατάς)

[cpd w. κλειδωτός: κλειδώ (-όω); cf πολυ-κλείδωτος (Eustathius)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go