Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ακεφιά
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακεφιά η [akefá] Ο24 : έλλειψη καλής, χαρούμενης ψυχικής διάθεσης· κακοκεφιά*. ANT κέφι: Ο βροχερός καιρός / η σκέψη των γηρατειών μού φέρνει ~. Σήμερα έχω μεγάλες ακεφιές.

[άκεφ(ος) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακεφιά [acefjá] η,
  • despondency, bad mood, low spirits, cheerlessness (syn in αθυμία, ant ευδιαθεσία, κέφι):
    • έχω ~ |
    • δεν είμαι στα καλά μου, ~ |
    • αμέσως θα σου απαντούσα, μα η ~ μου όλο μ' εμπόδιζε (Palam) |
    • η ψυχική αυτή διάθεση δεν είναι τίποτε σαν περαστικό σύγνεφο, τίποτε σαν ~ (id.) |
    • δεμένος από κοσμικές φροντίδες, ακεφιές, αδυναμίες και μικροενοχλήσεις (id.) |
    • στα σύνορα των δύο κρατών (i.e. Συρίας και Λιβάνου) επικρατούσε ~ και βουβαμάρα (Theotokas) |
    • μια ανεξήγητη ~ ... αλήθεια, δεν είμαι σήμερα για παρέα (Tzitzelis)

[der of άκεφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακεφιάζω [acefjázo]
  • be in low spirits, become low-spirited, be cheerless (syn είμαι or γίνομαι άκεφος, χάνω το κέφι μου, μου κόβεται το κέφι)

[der of άκεφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go