Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατοχύρωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακατοχύρωτος -η -ο [akatoxírotos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν κατοχυρώσει, δεν το έχουν εξασφαλίσει με τα κατάλληλα νομικά ή άλλα μέσα. ANT κατοχυρωμένος: Tα δικαιώματα των μειονοτήτων δεν πρέπει να μείνουν ακατοχύρωτα. Δε θέλω να είμαι ~ απέναντι σε μελλοντικούς διεκδικητές. Για τους φοιτητές που έχουν ακατοχύρωτη τη χρονιά θα υπάρξει μία επιπλέον εξεταστική περίοδος.

[λόγ. α- 1 κατοχυρω- (δες κατοχυρώνω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακατοχύρωτος, -η, -ο [akato] (L)
  • ① unfortified (syn ανοχύρωτος, ant οχυρωμένος):
    • ακατοχύρωτο στρατόπεδο
  • ② unensured, unsecured (ant κατοχυρωμένος):
    • ακατοχύρωτο πολίτευμα a constitution legally unsecured |
    • το προσωπικό είναι ακατοχύρωτο και ανασφάλιστο

[cpd w. * κατοχυρωτός: MG κατοχυρώ 'fortify']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες